- ιπποϊατρική
- ἱπποϊατρική, ἡ (Μ)βλ. ιππιατρικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιππιατρικός — ή, ό (ΑΜ ἱππιατρικός, ή, όν, Μ θηλ. και ἱπποϊατρική) [ιππίατρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεραπεία τών αλόγων 2. το θηλ. ως ουσ. η ιππιατρική κλάδος τής κτηνιατρικής που έχει αντικείμενο τη διάγνωση και θεραπεία διαφόρων παθήσεων που… … Dictionary of Greek